ξαγρύπνια

ξαγρύπνια
και ξαγρύπνια, η
στέρηση τού ύπνου, αγρυπνία, αϋπνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά το σχήμα αγρυπνώ - αγρύπνια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξαγρύπνια — η το ξαγρύπνημα, η αγρύπνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαγρύπνημα — το [ξαγρυπνώ] αγρυπνία, ξαγρύπνια, το να μένει κάποιος άγρυπνος, το να χάνει τον ύπνο του …   Dictionary of Greek

  • ξαγρύπνισμα — το ξαγρύπνια, ξαγρύπνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά τα ουδέτερα σε ισμα (από ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ξαγρύπνισμα — το, ατος το ξαγρύπνημα, η αϋπνία, η ξαγρύπνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”